- νουσοκόμος
- νουσοκόμος, ό και ἡ (Α)ιων. τ. βλ. νοσοκόμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοσοκόμος — Υπάλληλος νοσοκομείου ή ιατρικής κλινικής, που ασχολείται με την περιποίηση των ασθενών και επιβλέπει στην εφαρμογή της θεραπευτικής αγωγής που υπέδειξαν οι γιατροί. Ο μεγαλύτερος αριθμός ν. είναι γυναίκες. Η ν. εκτός από τις απαραίτητες ηθικές… … Dictionary of Greek